Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epigrammàtica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [epigramˈmatika]

1 επιγράμματα
2 τέχνη δημιουργίας επιγραμμάτων
3 επιγραμματική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epigramma epigrammatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epigrafe (θηλ.ουσ)
epigrafia (θηλ.ουσ)
epigrafico (επίθ.)
epigrafista (ουσ αρσ και θηλ.)
epigramma (ουσ αρσ )
epigrammatica (θηλ.ουσ)
epigrammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
epigrammatizzare (ρ. μτβ.)
epigrammista (ουσ αρσ και θηλ.)
epilatorio (επίθ.)
epilazione (θηλ.ουσ)
epilessia (θηλ.ουσ)
epilettico (αρσ. επίθ και ουσ)
epilettoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
epilobio (ουσ αρσ )
epilogo (ουσ αρσ )
epiploon (ουσ αρσ )
Epiro (κύρ.όν. αρσ.)
episcopale (επίθ.)
episcopaliano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---