Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epigrafìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [epigraˈfia]

επιγραφική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epigrafe epigrafico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epigeo (επίθ.)
epiglottico (επίθ.)
epiglottide (θηλ.ουσ)
epigono (ουσ αρσ )
epigrafe (θηλ.ουσ)
epigrafia (θηλ.ουσ)
epigrafico (επίθ.)
epigrafista (ουσ αρσ και θηλ.)
epigramma (ουσ αρσ )
epigrammatica (θηλ.ουσ)
epigrammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
epigrammatizzare (ρ. μτβ.)
epigrammista (ουσ αρσ και θηλ.)
epilatorio (επίθ.)
epilazione (θηλ.ουσ)
epilessia (θηλ.ουσ)
epilettico (αρσ. επίθ και ουσ)
epilettoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
epilobio (ουσ αρσ )
epilogo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---