Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epìgono  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈpigono]

1 επίγονος
2 ακόλουθος
3 μιμητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epiglottide epigrafe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epigenesi (θηλ.ουσ)
epigenetico (επίθ.)
epigeo (επίθ.)
epiglottico (επίθ.)
epiglottide (θηλ.ουσ)
epigono (ουσ αρσ )
epigrafe (θηλ.ουσ)
epigrafia (θηλ.ουσ)
epigrafico (επίθ.)
epigrafista (ουσ αρσ και θηλ.)
epigramma (ουσ αρσ )
epigrammatica (θηλ.ουσ)
epigrammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
epigrammatizzare (ρ. μτβ.)
epigrammista (ουσ αρσ και θηλ.)
epilatorio (επίθ.)
epilazione (θηλ.ουσ)
epilessia (θηλ.ουσ)
epilettico (αρσ. επίθ και ουσ)
epilettoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---