Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόepìgono
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eˈpigono] 1 επίγονος 2 ακόλουθος 3 μιμητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |