Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epigàstrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [epiˈgastrjo]

επιγάστριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epigastrico epigenesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epifisario (επίθ.)
epifisi (θηλ.ουσ)
epifita (θηλ.ουσ)
epifonema (ουσ αρσ )
epigastrico (επίθ.)
epigastrio (ουσ αρσ )
epigenesi (θηλ.ουσ)
epigenetico (επίθ.)
epigeo (επίθ.)
epiglottico (επίθ.)
epiglottide (θηλ.ουσ)
epigono (ουσ αρσ )
epigrafe (θηλ.ουσ)
epigrafia (θηλ.ουσ)
epigrafico (επίθ.)
epigrafista (ουσ αρσ και θηλ.)
epigramma (ουσ αρσ )
epigrammatica (θηλ.ουσ)
epigrammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
epigrammatizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---