Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decodificatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekodifikaˈtore]

1 αποκωδικοποιητής
2 αποκωδικευτής
3 ειδικός αποκρυπτογράφησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decodificare decodificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

declivio (ουσ αρσ )
declività (θηλ.ουσ)
declorurare (ρ. μτβ.)
declorurazione (θηλ.ουσ)
decodificare (ρ. μτβ.)
decodificatore (ουσ αρσ )
decodificazione (θηλ.ουσ)
decollaggio (ουσ αρσ )
decollare (ρ.αμτβ.)
decollare (ρ. μτβ.)
decollazione (θηλ.ουσ)
decolleté (ουσ αρσ )
decolleté (επίθ.)
decollo (ουσ αρσ )
decolonizzare (ρ. μτβ.)
decolonizzazione (θηλ.ουσ)
decolorante (ουσ αρσ )
decolorante (επίθ.)
decolorare (ρ. μτβ.)
decolorato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---