Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


declìvio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈklivjo]

1 πρανές
2 κατωφέρεια
3 κατήφορος
4 λύγισμα
5 κατηφόρα
6 κατηφοριά
7 γέρσιμο
8 κατρακύλημα
9 κλίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  declive declività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

declinatoria (θηλ.ουσ)
declinazione (θηλ.ουσ)
declino (ουσ αρσ )
declinometro (ουσ αρσ )
declive (αρσ. επίθ και ουσ)
declivio (ουσ αρσ )
declività (θηλ.ουσ)
declorurare (ρ. μτβ.)
declorurazione (θηλ.ουσ)
decodificare (ρ. μτβ.)
decodificatore (ουσ αρσ )
decodificazione (θηλ.ουσ)
decollaggio (ουσ αρσ )
decollare (ρ.αμτβ.)
decollare (ρ. μτβ.)
decollazione (θηλ.ουσ)
decolleté (ουσ αρσ )
decolleté (επίθ.)
decollo (ουσ αρσ )
decolonizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---