Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


declinòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekliˈnɔmetro]

1 αποκλισιόμετρο
2 πυξίδα παρέκκλισης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  declino declive  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

declinabile (επίθ.)
declinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
declinatoria (θηλ.ουσ)
declinazione (θηλ.ουσ)
declino (ουσ αρσ )
declinometro (ουσ αρσ )
declive (αρσ. επίθ και ουσ)
declivio (ουσ αρσ )
declività (θηλ.ουσ)
declorurare (ρ. μτβ.)
declorurazione (θηλ.ουσ)
decodificare (ρ. μτβ.)
decodificatore (ουσ αρσ )
decodificazione (θηλ.ουσ)
decollaggio (ουσ αρσ )
decollare (ρ.αμτβ.)
decollare (ρ. μτβ.)
decollazione (θηλ.ουσ)
decolleté (ουσ αρσ )
decolleté (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---