ItalianoGreco


declamatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deklamaˈtore]

1 μεγάλαυχος
2 ρητορεύων
3 απαγγέλλων
4 κομπορρήμων
5 μεγαλορρήμων
6 κομπαστής
7 καυχησιάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---