Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


declamàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deklaˈmato]

1 ρητορικός
2 αφηγητικός
3 ρετσιτατίβο
4 αφηγηματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  declamare declamatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decisione (θηλ.ουσ)
decisivo (επίθ.)
deciso (επίθ.)
decisorio (επίθ.)
declamare (ρ. μτβ.)
declamato (αρσ. επίθ και ουσ)
declamatore (ουσ αρσ )
declamatorio (επίθ.)
declamazione (θηλ.ουσ)
declaratoria (θηλ.ουσ)
declaratorio (επίθ.)
declassamento (ουσ αρσ )
declassare (ρ. μτβ.)
declinabile (επίθ.)
declinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
declinatoria (θηλ.ουσ)
declinazione (θηλ.ουσ)
declino (ουσ αρσ )
declinometro (ουσ αρσ )
declive (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---