Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deʧiˈzjone]

η απόφαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decisionale decisivo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


con decisione = αποφασιστικά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decimoterzo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimottavo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decina (θηλ.ουσ)
decisamente (επίρ.)
decisionale (επίθ.)
decisione (θηλ.ουσ)
decisivo (επίθ.)
deciso (επίθ.)
decisorio (επίθ.)
declamare (ρ. μτβ.)
declamato (αρσ. επίθ και ουσ)
declamatore (ουσ αρσ )
declamatorio (επίθ.)
declamazione (θηλ.ουσ)
declaratoria (θηλ.ουσ)
declaratorio (επίθ.)
declassamento (ουσ αρσ )
declassare (ρ. μτβ.)
declinabile (επίθ.)
declinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---