Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈrɛo]

άρρωστος με χορεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coreico coreografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cordone (ουσ αρσ )
cordovano (αρσ. επίθ και ουσ)
corea (θηλ.ουσ)
coregono (ουσ αρσ )
coreico (επίθ.)
coreo (ουσ αρσ )
coreografia (θηλ.ουσ)
coreografico (επίθ.)
coreografo (ουσ αρσ )
coretto (ουσ αρσ )
coreuta (ουσ αρσ και θηλ.)
coreutica (θηλ.ουσ)
Corfù (κύρ.όν. θηλ.)
coriaceo (επίθ.)
coriale (επίθ.)
coriambico (επίθ.)
coriambo (ουσ αρσ )
coriandolo (ουσ αρσ )
coribante (ουσ αρσ )
coribantico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---