Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈretto]

1 χώρος με κιγκλίδωμα για τον εκκλησιασμό χωριστά από το λοιπό εκκλησίασμα
2 ιδιωτικό παρεκκλήσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coreografo coreuta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coreico (επίθ.)
coreo (ουσ αρσ )
coreografia (θηλ.ουσ)
coreografico (επίθ.)
coreografo (ουσ αρσ )
coretto (ουσ αρσ )
coreuta (ουσ αρσ και θηλ.)
coreutica (θηλ.ουσ)
Corfù (κύρ.όν. θηλ.)
coriaceo (επίθ.)
coriale (επίθ.)
coriambico (επίθ.)
coriambo (ουσ αρσ )
coriandolo (ουσ αρσ )
coribante (ουσ αρσ )
coribantico (επίθ.)
coricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
coricarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corifa (θηλ.ουσ)
corifena (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---