Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cordovàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kordoˈvano]

μαροκινό δέρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cordone corea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cordolo (ουσ αρσ )
cordonata (θηλ.ουσ)
cordonato (επίθ.)
cordoncino (ουσ αρσ )
cordone (ουσ αρσ )
cordovano (αρσ. επίθ και ουσ)
corea (θηλ.ουσ)
coregono (ουσ αρσ )
coreico (επίθ.)
coreo (ουσ αρσ )
coreografia (θηλ.ουσ)
coreografico (επίθ.)
coreografo (ουσ αρσ )
coretto (ουσ αρσ )
coreuta (ουσ αρσ και θηλ.)
coreutica (θηλ.ουσ)
Corfù (κύρ.όν. θηλ.)
coriaceo (επίθ.)
coriale (επίθ.)
coriambico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---