Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcordoncìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kordonˈʧino] 1 κορδονάκι 2 κορδονέτο 3 νήμα 4 κορδόνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |