Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cordòglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈdɔʎʎo]

1 συλλυπητήρια
2 έκφραση συμπάθειας ή λύπης
3 θλίψη
4 δυστυχία
5 βαθιά λύπη
6 οδύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cordofono cordolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cordigliera (θηλ.ουσ)
cordiglio (ουσ αρσ )
cordino (ουσ αρσ )
cordite (θηλ.ουσ)
cordofono (ουσ αρσ )
cordoglio (ουσ αρσ )
cordolo (ουσ αρσ )
cordonata (θηλ.ουσ)
cordonato (επίθ.)
cordoncino (ουσ αρσ )
cordone (ουσ αρσ )
cordovano (αρσ. επίθ και ουσ)
corea (θηλ.ουσ)
coregono (ουσ αρσ )
coreico (επίθ.)
coreo (ουσ αρσ )
coreografia (θηλ.ουσ)
coreografico (επίθ.)
coreografo (ουσ αρσ )
coretto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---