Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controtàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontroˈtaʎʎo]

1 στομωμένο άκρο
2 πίσω πλευρά κόψης
3 σταυρωτές γραμμές
4 αμβλύ άκρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controstraglio controvalore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controsterzare (ρ.αμτβ.)
controsterzata (θηλ.ουσ)
controstimolo (ουσ αρσ )
controstomaco (ουσ αρσ )
controstraglio (ουσ αρσ )
controtaglio (ουσ αρσ )
controvalore (ουσ αρσ )
controvapore (ουσ αρσ )
controvelaccio (ουσ αρσ )
controventatura (θηλ.ουσ)
controvento (ουσ αρσ )
controversia (θηλ.ουσ)
controverso (επίθ.)
controvertere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
controvertibile (επίθ.)
controvetrata (θηλ.ουσ)
controviale (ουσ αρσ )
controvoglia (επίρ.)
contumace (επίθ.)
contumacia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---