Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontrotàglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontroˈtaʎʎo] 1 στομωμένο άκρο 2 πίσω πλευρά κόψης 3 σταυρωτές γραμμές 4 αμβλύ άκρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |