controstòmaco
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kontrosˈtɔmako]
1 βαρυστομαχιασμένος
2 αηδία
3 με κρύα καρδιά
4 απρόθυμα
5 αναγούλα
6 αποστροφή
7 απέχθεια
8 ναυτία
9 σιχαμάρα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kontrosˈtɔmako]
1 βαρυστομαχιασμένος
2 αηδία
3 με κρύα καρδιά
4 απρόθυμα
5 αναγούλα
6 αποστροφή
7 απέχθεια
8 ναυτία
9 σιχαμάρα
permalink
controstomaco (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android