ItalianoGreco


controstòmaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontrosˈtɔmako]

1 βαρυστομαχιασμένος
2 αηδία
3 με κρύα καρδιά
4 απρόθυμα
5 αναγούλα
6 αποστροφή
7 απέχθεια
8 ναυτία
9 σιχαμάρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---