Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controstàmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontrosˈtampo]

καλούπι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controstampato controsterzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controspionaggio (ουσ αρσ )
controstallia (θηλ.ουσ)
controstampa (θηλ.ουσ)
controstampare (ρ. μτβ.)
controstampato (επίθ.)
controstampo (ουσ αρσ )
controsterzare (ρ.αμτβ.)
controsterzata (θηλ.ουσ)
controstimolo (ουσ αρσ )
controstomaco (ουσ αρσ )
controstraglio (ουσ αρσ )
controtaglio (ουσ αρσ )
controvalore (ουσ αρσ )
controvapore (ουσ αρσ )
controvelaccio (ουσ αρσ )
controventatura (θηλ.ουσ)
controvento (ουσ αρσ )
controversia (θηλ.ουσ)
controverso (επίθ.)
controvertere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---