Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


códolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkodolo]

1 έντονη μυρουδιά
2 ταγκάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coditremola codone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

codino (ουσ αρσ )
codinzolo (ουσ αρσ )
codione (ουσ αρσ )
codirosso (ουσ αρσ )
coditremola (θηλ.ουσ)
codolo (ουσ αρσ )
codone (ουσ αρσ )
codrione (ουσ αρσ )
coeditore (ουσ αρσ )
coedizione (θηλ.ουσ)
coeducazione (θηλ.ουσ)
coefficiente (ουσ αρσ )
coefficienza (θηλ.ουσ)
coefora (θηλ.ουσ)
coenzima (ουσ αρσ )
coercibile (επίθ.)
coercibilità (θηλ.ουσ)
coercitivo (επίθ.)
coercizione (θηλ.ουσ)
coerede (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---