Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoefficiènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koeffiˈʧɛntsa] 1 συνένζυμο 2 συντελούσα αιτία 3 προκαλούσα αιτία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |