Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coercizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koerʧitˈtsjone]

1 καταναγκασμός
2 πειθαναγκασμός
3 περιορισμός
4 εξαναγκασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coercitivo coerede  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coefora (θηλ.ουσ)
coenzima (ουσ αρσ )
coercibile (επίθ.)
coercibilità (θηλ.ουσ)
coercitivo (επίθ.)
coercizione (θηλ.ουσ)
coerede (ουσ αρσ )
coerede (θηλ.ουσ)
coeredità (θηλ.ουσ)
coerente (επίθ.)
coerenza (θηλ.ουσ)
coesecutore (ουσ αρσ )
coesione (θηλ.ουσ)
coesistente (επίθ.)
coesistenza (θηλ.ουσ)
coesistere (ρ.αμτβ.)
coesivo (αρσ. επίθ και ουσ)
coesore (ουσ αρσ )
coetaneo (ουσ αρσ )
coetaneo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---