Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


codìnzolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈdintsolo]

κοντή ουρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  codino codione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

codificare (ρ. μτβ.)
codificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
codificazione (θηλ.ουσ)
codinismo (ουσ αρσ )
codino (ουσ αρσ )
codinzolo (ουσ αρσ )
codione (ουσ αρσ )
codirosso (ουσ αρσ )
coditremola (θηλ.ουσ)
codolo (ουσ αρσ )
codone (ουσ αρσ )
codrione (ουσ αρσ )
coeditore (ουσ αρσ )
coedizione (θηλ.ουσ)
coeducazione (θηλ.ουσ)
coefficiente (ουσ αρσ )
coefficienza (θηλ.ουσ)
coefora (θηλ.ουσ)
coenzima (ουσ αρσ )
coercibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---