Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caposàla  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,kapoˈsala]

1 επιστάτρια
2 εργοδηγός
3 προὶσταμένη αδελφή
4 αρχιτεχνήτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caporione caposaldo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caporalesco (επίθ.)
caporalmaggiore (ουσ αρσ )
caporedattore (ουσ αρσ )
caporeparto (ουσ αρσ και θηλ.)
caporione (ουσ αρσ )
caposala (ουσ αρσ και θηλ.)
caposaldo (ουσ αρσ )
caposcala (ουσ αρσ και θηλ.)
caposcuola (ουσ αρσ και θηλ.)
caposervizio (ουσ αρσ και θηλ.)
caposezione (ουσ αρσ και θηλ.)
caposoldo (ουσ αρσ )
caposquadra (ουσ αρσ και θηλ.)
caposquadriglia (ουσ αρσ και θηλ.)
capostazione (ουσ αρσ και θηλ.)
capostipite (ουσ αρσ και θηλ.)
capostorno (ουσ αρσ )
capotare (ρ.αμτβ.)
capotasto (ουσ αρσ )
capotavola (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---