Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcaposàla
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,kapoˈsala] 1 επιστάτρια 2 εργοδηγός 3 προὶσταμένη αδελφή 4 αρχιτεχνήτρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |