Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caporàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈrale]

1 αυστηρός σε πειθαρχία
2 ψείρας σε λεπτομέρειες
3 αρχιεργάτης
4 υποδεκανέας πεζοναύτης
5 εργοδηγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capoposto caporalesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capoparte (ουσ αρσ και θηλ.)
capopattuglia (ουσ αρσ και θηλ.)
capopezzo (ουσ αρσ )
capopopolo (ουσ αρσ και θηλ.)
capoposto (ουσ αρσ )
caporale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
caporalesco (επίθ.)
caporalmaggiore (ουσ αρσ )
caporedattore (ουσ αρσ )
caporeparto (ουσ αρσ και θηλ.)
caporione (ουσ αρσ )
caposala (ουσ αρσ και θηλ.)
caposaldo (ουσ αρσ )
caposcala (ουσ αρσ και θηλ.)
caposcuola (ουσ αρσ και θηλ.)
caposervizio (ουσ αρσ και θηλ.)
caposezione (ουσ αρσ και θηλ.)
caposoldo (ουσ αρσ )
caposquadra (ουσ αρσ και θηλ.)
caposquadriglia (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---