Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcapopòpolo
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,kapoˈpɔpolo] 1 αρχηγός επανάστασης ή στάσης 2 συμμορίτης αρχηγός σπείρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |