Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcapopèzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,kapoˈpɛttso] 1 λοχαγός πυροβολητής 2 διοικητής μοίρας πυροβολικού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |