Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


atònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈtɔniko]

ατονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  atonicità atossico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atomo (ουσ αρσ )
atonale (επίθ.)
atonalità (θηλ.ουσ)
atonia (θηλ.ουσ)
atonicità (θηλ.ουσ)
atonico (επίθ.)
atossico (επίθ.)
atout (ουσ αρσ )
atrio (ουσ αρσ )
atro (επίθ.)
atroce (επίθ.)
atrocità (θηλ.ουσ)
atrofia (θηλ.ουσ)
atrofico (επίθ.)
atrofizzare (ρ. μτβ.)
atrofizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
atropina (θηλ.ουσ)
attaccabile (επίθ.)
attaccabottoni (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---