Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόatonalità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [atonaliˈta] 1 ατονικότητα 2 σχολή ατονικότητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |