Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


atomizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atomiddzatˈtsjone]

1 ψεκασμός
2 ράντισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  atomizzatore atomo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atomista (ουσ αρσ και θηλ.)
atomistica (θηλ.ουσ)
atomistico (επίθ.)
atomizzare (ρ. μτβ.)
atomizzatore (ουσ αρσ )
atomizzazione (θηλ.ουσ)
atomo (ουσ αρσ )
atonale (επίθ.)
atonalità (θηλ.ουσ)
atonia (θηλ.ουσ)
atonicità (θηλ.ουσ)
atonico (επίθ.)
atossico (επίθ.)
atout (ουσ αρσ )
atrio (ουσ αρσ )
atro (επίθ.)
atroce (επίθ.)
atrocità (θηλ.ουσ)
atrofia (θηλ.ουσ)
atrofico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---