Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόatomizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [atomiddzatˈtsjone] 1 ψεκασμός 2 ράντισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |