Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antidolorìfico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antidoloˈrifiko]

1 παυσίπονο
2 αναλγητικό

antidolorìfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antidoloˈrifiko]

1 αναλγησιακός
2 αναλγητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antidogmatico antidoping  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antidisturbo (επίθ.)
antidivorzismo (ουσ αρσ )
antidivorzista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antidivorzistico (επίθ.)
antidogmatico (αρσ. επίθ και ουσ)
antidolorifico (ουσ αρσ )
antidolorifico (επίθ.)
antidoping (ουσ αρσ )
antidoto (ουσ αρσ )
antidroga (επίθ.)
antieconomico (επίθ.)
antielmintico (επίθ.)
antiemetico (ουσ αρσ )
antiemetico (επίθ.)
antiemofilico (επίθ.)
antiemofilitico (ουσ αρσ )
antiemorragico (ουσ αρσ )
antiemorragico (επίθ.)
antieroe (ουσ αρσ )
antieroico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---