Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantidolorìfico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antidoloˈrifiko] 1 παυσίπονο 2 αναλγητικό antidolorìfico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antidoloˈrifiko] 1 αναλγησιακός 2 αναλγητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |