Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antiemofilitico
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antiemofiˈlitiko]

αντιαιμοφιλικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antiemofilico antiemorragico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antieconomico (επίθ.)
antielmintico (επίθ.)
antiemetico (ουσ αρσ )
antiemetico (επίθ.)
antiemofilico (επίθ.)
antiemofilitico (ουσ αρσ )
antiemorragico (ουσ αρσ )
antiemorragico (επίθ.)
antieroe (ουσ αρσ )
antieroico (επίθ.)
antieuropeista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antieuropeistico (αρσ. επίθ και ουσ)
antieuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
antifascismo (ουσ αρσ )
antifascista (ουσ αρσ και θηλ.)
antifascista (επίθ.)
antifebbrile (ουσ αρσ )
antifebbrile (επίθ.)
antifecondativo (ουσ αρσ )
antifecondativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---