Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antieuropèo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,antiewroˈpeo]

αντιευρωπαὶστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antieuropeistico antifascismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antiemorragico (επίθ.)
antieroe (ουσ αρσ )
antieroico (επίθ.)
antieuropeista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antieuropeistico (αρσ. επίθ και ουσ)
antieuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
antifascismo (ουσ αρσ )
antifascista (ουσ αρσ και θηλ.)
antifascista (επίθ.)
antifebbrile (ουσ αρσ )
antifebbrile (επίθ.)
antifecondativo (ουσ αρσ )
antifecondativo (επίθ.)
antifemminismo (ουσ αρσ )
antifemminista (ουσ αρσ και θηλ.)
antifemminista (επίθ.)
antifermento (ουσ αρσ )
antiflogistico (επίθ.)
antiflogosi (θηλ.ουσ)
antifona (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---