Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantiemorràgico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antiemorˈraʤiko] 1 αντιαιμορραγικό 2 αιμοστατικό antiemorràgico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antiemorˈraʤiko] 1 αντιαιμορραγικός 2 αιμοστατικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |