Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antifecondatìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antifekondaˈtivo]

αντισυλληπτικό

antifecondatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antifekondaˈtivo]

αντισυλληπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antifebbrile antifemminismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antifascismo (ουσ αρσ )
antifascista (ουσ αρσ και θηλ.)
antifascista (επίθ.)
antifebbrile (ουσ αρσ )
antifebbrile (επίθ.)
antifecondativo (ουσ αρσ )
antifecondativo (επίθ.)
antifemminismo (ουσ αρσ )
antifemminista (ουσ αρσ και θηλ.)
antifemminista (επίθ.)
antifermento (ουσ αρσ )
antiflogistico (επίθ.)
antiflogosi (θηλ.ουσ)
antifona (θηλ.ουσ)
antifonario (ουσ αρσ )
antifonia (θηλ.ουσ)
antiforfora (επίθ.)
antifrasi (θηλ.ουσ)
antifrastico (επίθ.)
antifrizione (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---