Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antiflogòsi, antiflògosi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [antifloˈgɔzi], [antiˈflɔgozi]

θεραπεία φλόγωσης ή ερεθισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antiflogistico antifona  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antifemminismo (ουσ αρσ )
antifemminista (ουσ αρσ και θηλ.)
antifemminista (επίθ.)
antifermento (ουσ αρσ )
antiflogistico (επίθ.)
antiflogosi (θηλ.ουσ)
antifona (θηλ.ουσ)
antifonario (ουσ αρσ )
antifonia (θηλ.ουσ)
antiforfora (επίθ.)
antifrasi (θηλ.ουσ)
antifrastico (επίθ.)
antifrizione (επίθ.)
antifurto (ουσ αρσ )
antifurto (επίθ.)
antigas (αρσ. επίθ και ουσ)
antigelo (αρσ. επίθ και ουσ)
antigene (αρσ. επίθ και ουσ)
antigienico (επίθ.)
antigrandine (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---