Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantidòping
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antiˈdɔping] αντιντόπιγκ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcontrollo [αρσ.] antidoping = ο έλεγχος για χρήση αναβολικών ουσιών Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |