Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anàrchico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈnarkiko]

αναρχικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anarchia anarchismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anamnesi (θηλ.ουσ)
ananas (ουσ αρσ )
anapesto (ουσ αρσ )
anaplasmosi (θηλ.ουσ)
anarchia (θηλ.ουσ)
anarchico (αρσ. επίθ και ουσ)
anarchismo (ουσ αρσ )
anarcoide (ουσ αρσ και θηλ.)
anarcoide (επίθ.)
anarcosindacalismo (ουσ αρσ )
anastigmatico (επίθ.)
anastigmatismo (ουσ αρσ )
anastomizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
anastomosi (θηλ.ουσ)
anastrofe (θηλ.ουσ)
anatema (ουσ αρσ )
anatemizzare (ρ. μτβ.)
anatolico (αρσ. επίθ και ουσ)
anatomia (θηλ.ουσ)
anatomico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---