Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anatòmico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anaˈtɔmiko]

1 σπουδαστής ανατομίας
2 ανατόμος

anatòmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anaˈtɔmiko]

ανατομικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anatomia anatomista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anastrofe (θηλ.ουσ)
anatema (ουσ αρσ )
anatemizzare (ρ. μτβ.)
anatolico (αρσ. επίθ και ουσ)
anatomia (θηλ.ουσ)
anatomico (ουσ αρσ )
anatomico (επίθ.)
anatomista (ουσ αρσ και θηλ.)
anatomizzare (ρ. μτβ.)
anatossina (θηλ.ουσ)
anatra (θηλ.ουσ)
anatroccolo (ουσ αρσ )
anca (θηλ.ουσ)
ancata (θηλ.ουσ)
ancella (θηλ.ουσ)
ancestrale (επίθ.)
anche (σύνδ.)
ancheggiamento (ουσ αρσ )
ancheggiare (ρ.αμτβ.)
anchilosare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---