Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanatòmico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anaˈtɔmiko] 1 σπουδαστής ανατομίας 2 ανατόμος anatòmico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [anaˈtɔmiko] ανατομικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |