Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanarcòide
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [anarˈkɔjde] πρόσωπο με αναρχικές τάσεις anarcòide επίθετο Προσφορά I.P.A.: [anarˈkɔjde] 1 αναρχικός 2 με αναρχικές τάσεις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |