Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ànanas, ananàs  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈananas], [anaˈnas]

ο ανανάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anamnesi anapesto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

analizzatore (ουσ αρσ )
analogico (επίθ.)
analogismo (ουσ αρσ )
analogo (επίθ.)
anamnesi (θηλ.ουσ)
ananas (ουσ αρσ )
anapesto (ουσ αρσ )
anaplasmosi (θηλ.ουσ)
anarchia (θηλ.ουσ)
anarchico (αρσ. επίθ και ουσ)
anarchismo (ουσ αρσ )
anarcoide (ουσ αρσ και θηλ.)
anarcoide (επίθ.)
anarcosindacalismo (ουσ αρσ )
anastigmatico (επίθ.)
anastigmatismo (ουσ αρσ )
anastomizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
anastomosi (θηλ.ουσ)
anastrofe (θηλ.ουσ)
anatema (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---