Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanalizzatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [analiddzaˈtore] 1 συσκευή σάρωσης 2 δοκιμαστική συσκευή 3 αναλυτής 4 συσκευή ανάλυσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |