Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


analgèsico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [analˈʤɛziko]

o παυσίπονος, το αναλγητικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  analgesia analisi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

analettico (επίθ.)
analfabeta (ουσ αρσ και θηλ.)
analfabeta (επίθ.)
analfabetismo (ουσ αρσ )
analgesia (θηλ.ουσ)
analgesico (ουσ αρσ )
analisi (θηλ.ουσ)
analista (ουσ αρσ και θηλ.)
analitica (θηλ.ουσ)
analitico (επίθ.)
analizzabile (επίθ.)
analizzare (ρ. μτβ.)
analizzatore (ουσ αρσ )
analogico (επίθ.)
analogismo (ουσ αρσ )
analogo (επίθ.)
anamnesi (θηλ.ουσ)
ananas (ουσ αρσ )
anapesto (ουσ αρσ )
anaplasmosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---