Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanalfabèta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [analfaˈbɛta] ο αναλφάβητος, η αναλφάβητη analfabèta επίθετο Προσφορά I.P.A.: [analfaˈbɛta] αναλφάβητος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |