Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


analcòlico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [analˈkɔliko]

μη οινοπνευματλωδης (-ης, -ες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anagrammista anale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bevanda [θηλ.] analcolica = το μη αλκοολούχο ποτό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anagramma (ουσ αρσ )
anagrammare (ρ. μτβ.)
anagrammatico (επίθ.)
anagrammatismo (ουσ αρσ )
anagrammista (ουσ αρσ και θηλ.)
analcolico (αρσ. επίθ και ουσ)
anale (επίθ.)
analessi (θηλ.ουσ)
analettico (επίθ.)
analfabeta (ουσ αρσ και θηλ.)
analfabeta (επίθ.)
analfabetismo (ουσ αρσ )
analgesia (θηλ.ουσ)
analgesico (ουσ αρσ )
analisi (θηλ.ουσ)
analista (ουσ αρσ και θηλ.)
analitica (θηλ.ουσ)
analitico (επίθ.)
analizzabile (επίθ.)
analizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---