ItalianoGreco


analcòlico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [analˈkɔliko]

μη οινοπνευματλωδης (-ης, -ες)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bevanda [θηλ.] analcolica = το μη αλκοολούχο ποτό



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---