Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anagrammatìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anagrammaˈtizmo]

αναγραμματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anagrammatico anagrammista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anagogico (επίθ.)
anagrafe (θηλ.ουσ)
anagramma (ουσ αρσ )
anagrammare (ρ. μτβ.)
anagrammatico (επίθ.)
anagrammatismo (ουσ αρσ )
anagrammista (ουσ αρσ και θηλ.)
analcolico (αρσ. επίθ και ουσ)
anale (επίθ.)
analessi (θηλ.ουσ)
analettico (επίθ.)
analfabeta (ουσ αρσ και θηλ.)
analfabeta (επίθ.)
analfabetismo (ουσ αρσ )
analgesia (θηλ.ουσ)
analgesico (ουσ αρσ )
analisi (θηλ.ουσ)
analista (ουσ αρσ και θηλ.)
analitica (θηλ.ουσ)
analitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---