Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbellìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbelˈlire]

1 εξωραΐζω
2 περικοσμώ
3 ωραιοποιώ
4 καλλωπίζω
5 πλουμίζω
6 δημιουργώ μουσικά ποικίλματα
7 διανθώ
8 ξομπλιάζω
9 ευπρεπίζω
10 κοσμώ
11 εμπλουτίζω
12 διανθίζω
13 διακοσμώ
14 ομορφαίνω
15 πλουμίζω
16 στολίζω

abbellìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbelˈlirsi]

1 στολίζομαι
2 γίνομαι ομορφότερος
3 ομορφαίνω
4 καλλωπίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbellimento abbellitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbatuffolarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbazia (θηλ.ουσ)
abbaziale (επίθ.)
abbecedario (επίθ.)
abbellimento (ουσ αρσ )
abbellire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbellirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbellitore (ουσ αρσ )
abbellitore (επίθ.)
abbellitura (θηλ.ουσ)
abbenché (σύνδ.)
abbeveraggio (ουσ αρσ )
abbeveramento (ουσ αρσ )
abbeverare (ρ. μτβ.)
abbeverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbeverata (θηλ.ουσ)
abbeveratoio (ουσ αρσ )
abbiadare (ρ. μτβ.)
abbiccì (ουσ αρσ )
abbiente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---