Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ασκεδίαστα [επίρ.] ασκημόλογα [ουσ ουδ πληθ.]
ασκεδίαστος [επίθ.] ασκημολόγος [ουσ αρσ ]
ασκέπαστος [επίθ.] ασκημολογώ [ρ. μτβ.]
ασκεπής {ασκεπ-ούς... ασκημομάτης [επίθ.]
άσκεπος [επίθ.] ασκημομιλώ [ρ. μτβ.]
ασκέρι {ασκερ-ιού... ασκημομούρα [θηλ.ουσ]
άσκεφτος [επίθ.] ασκημομούρης [επίθ.]
ασκεψία [θηλ.ουσ] ασκημομούρης [ουσ αρσ ]
άσκημα [επίρ.] ασκημομούρικος [επίθ.]
ασκημάδα [θηλ.ουσ] ασκημομούτρης [ουσ αρσ ]
ασκημάθρωπος [ουσ αρσ ] ασκημομούτρης [επίθ.]
ασκημαίνω ipf ασχήμα... ασκημομούτσουνος [επίθ.]
ασκημάνθρωπος [ουσ αρσ ] ασκημονιός [ουσ αρσ ]
ασκημάντρας ο no plura... ασκημοντυμένος [επίθ.]
ασκημένος [επίθ.] ασκημονώ [ρ. μτβ.]
ασκήμια [θηλ.ουσ] ασκημόπαπο [ουσ ουδ.]
ασκημιά [θηλ.ουσ] ασκημοπόδης [επίθ.]
ασκημίζω ipf ασχήμι... ασκημοπρόσωπος [επίθ.]
ασκήμισμα [ουσ ουδ.] άσκημος [αρσ. επίθ και ουσ]
ασκημισμένος [επίθ.] ασκημότατος [επίθ.]
ασκημόγερος [ουσ αρσ ] ασκημότερος [επίθ.]
ασκημόγλωσσα [θηλ.ουσ] ασκημοτοπιά [θηλ.ουσ]
ασκημογυναίκα [θηλ.ουσ] ασκημότοπος [ουσ αρσ ]
ασκημόθωρος [επίθ.] ασκημούλα [θηλ.ουσ]
ασκημοκαμωμένος [επίθ.] ασκημούλης [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: