Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ισότης [θηλ.ουσ] ισπανο–αμερικανός [αρσ. επίθ και ουσ]
ισότητα {χωρ. πληθ... ισπανο–μαυριτανός [αρσ. επίθ και ουσ]
ισοτιμία {ισοτιμιών... Ισπανός [ουσ αρσ ]
ισότιμος [επίθ.] Ισραήλ {άκλ.}
ισοτονικός [επίθ.] Ισραηλινή [θηλ.ουσ]
ισότονος [επίθ.] ισραηλινός [επίθ.]
ισότοπα [ουσ ουδ πληθ.] ισραηλινός [ουσ αρσ ]
ισοτοπία [θηλ.ουσ] Ισραηλίτης {Ισραηλιτώ...
ισοτοπικός [επίθ.] ισραηλιτικός, (raro) ισραηλίτικος [επίθ.]
ισότοπο {ισοτόπ-ου... Ισραηλίτισσα {Ισραηλι-τ...
Ισοτροπία [θηλ.ουσ] ίσταμαι [ρ.αμτβ.]
ισότροπος [επίθ.] ισταμίνη {ισταμινών...
ισούμαι (στο γ\' π... ισταμινικός [επίθ.]
ισοφαρίζομαι [ρ. παθ.] ιστανέου [επίρ.]
ισοφαρίζω [ρ.αμτβ.] Ιστία [θηλ.ουσ]
ισοφαρίζω [ρ. μτβ.] ιστικός [επίθ.]
ισοφαρισμένος [επίθ.] ιστίο [ουσ ουδ.]
ισοχρονισμός [ουσ αρσ ] ιστιοδρομία {ιστιοδρομ...
ισόχρονος [επίθ.] ιστιοδρομώ [ρ.αμτβ.]
ισοψηφώ [ρ.αμτβ.] ιστιοπλοΐα {χωρ. πληθ...
ισο–ωσμοτικός [επίθ.] ιστιοπλοϊκός [επίθ.]
Ισπανία [κύρ.όν. θηλ.] ιστιοπλόος [ουσ αρσ και θηλ.]
Ισπανίδα [θηλ.ουσ] ιστιοπορώ [ρ.αμτβ.]
ισπανικά [ουσ ουδ πληθ.] ιστιοσανίδα [θηλ.ουσ]
ισπανικός [επίθ.] ιστιοφορία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: