Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΙσραηλινή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ισραηλινός] ισραηλινός επίθετο israelia`no ισραηλινός ουσιαστικό αρσενικό israelia`no ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |