Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΙσπανίδα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Ισπανός] Ισπανός ουσιαστικό αρσενικό abitante ~mf~ della Spagna, spagno`lo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |